Σελίδες για το δάσκαλο Σελίδες για το σχολείο
Σελίδες για τον μαθητή Πληροφορίες, ιστορικό και επικοινωνία e-φημερίδα: Μηνιαίο διασχολικό περιοδικό 100 παιχνίδια για την αυλή Νόμοι, εγκύκλιοι, προεδρικά διατάγματα Ομιλίες, ποιήματα, τραγούδια και σκετς Εκατοντάδες διευθύνσεις σχολείων, ιδρυμάτων και οργανισμών Βοηθήματα για τη γλώσσα, τα μαθηματικά, το γραφείο και άλλα
 
για το σχολείο: σχολικές γιορτές

ΕΙΡΗΝΗ
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ

ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΚΑΝΑΡΑΧΟΣ ΠΡΟΔΡ.

ΠΡΟΣΩΠΑ: Υπηρέτης 1, Υπηρέτης 2, Τρυγαίος, Ερμής, Άρης, Ειρήνη, Οπώρα, Οπλοπώλης

Θεσ/νίκη 2001 Φεβρουάριος

ΠΡΑΞΗ 1η

ΣΚΗΝΗ 1η
(Αυλή σπιτιού. Στο βάθος η Ακρόπολη. Δυο δούλοι φτωχικά ντυμένοι κάθονται σε δυο σκαμνιά αριστερά στη σκηνή έχοντας μπροστά τους μια σκάφη και μέσα κάτι ζυμώνουν, κάνοντας μορφασμούς αηδίας).

Υπηρέτης 1: Πω, πω, βρώμα! Πιο φρικτή δουλειά απ' αυτή δεν υπάρχει. Πού ακούστηκε να ζυμώνουμε πίτες από κοπριά, για να φάει ένα σκαθάρι;

Υπηρέτης 2: Τι περίμενες; Σκαθάρι είναι, κοπριές τρώει!

Υπηρέτης 1: Βρώμισε ο τόπος. Δεν αντέχω άλλο.

Υπηρέτης 2: Σκάσε και ζύμωνε. Αν δεν φάει να μεγαλώσει, θα θυμώσει το αφεντικό μας.

Υπηρέτης 1: Ας φάει, να σκάσει, να ησυχάσουμε.

Υπηρέτης 2: Καλά, κι αν κανείς μας ρωτήσει, τι κάνουμε εδώ και τι σημαίνουν όλα αυτά, τι θα του πούμε;

Υπηρέτης 1: Θα τους εξηγήσω εγώ. (Σηκώνεται και απευθύνεται στο ακροατήριο).

Υπηρέτης 2: Εμείς, που λέτε παιδιά, δυο φτωχοί δούλοι είμαστε, μ' ένα αφεντικό όμως που κουβαλάει πολύ μεγάλη τρέλα.

Υπηρέτης 1: Ναι, ναι! Πολύ μεγάλη τρέλα. (Σηκώνεται και πλησιάζει κι αυτός).

Υπηρέτης 2: Αυτές τις μέρες να φανταστείτε κοιτάζει συνέχεια τον ουρανό μ' ανοιχτό το στόμα. Να έτσι. (Κάνει το σχετικό μορφασμό ).

Υπηρέτης 1: Τα 'χει βάλει με τους θεούς του Ολύμπου και όλη μέρα μουρμουρίζει…

Υπηρέτης 2: «Τι πας, να κάνεις Θεούλη μου », λέει. «Σταμάτα να μας ρημάζεις. Γιατί αφήνεις τον Πόλεμο, να μας καταστρέφει; Δεν αντέχουμε άλλο».

Υπηρέτης 1: Ναι, ναι έτσι λέει.

Υπηρέτης 2: Μου φαίνεται, ότι τρελάθηκε τελείως ο καημένος.

Υπηρέτης 1: Μα, είναι να μην τρελαθεί ο άνθρωπος; Δέκα χρόνια τώρα πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος …Ρήμαξε ο τόπος.

Υπηρέτης 2: Ρημάξανε τα σπίτια, ρημάξανε τα χωράφια, σκοτώνονται οι άνθρωποι …Αμάν πια.

Υπηρέτης 1: Αχ, πότε θα ξαναγίνει Ειρήνη να ησυχάσουμε!

Υπηρέτης 2: Στην αρχή, που λέτε τ' αφεντικό μας είχε μια άλλη τρέλα.

Υπηρέτης 1: Α, ναι έφτιαξε μια μεγάλη σκάλα, να σκαρφαλώσει στα σύννεφα. Ήθελε να βρει το θεό Δία να του ζητήσει να σταματήσει τον Πόλεμο.

Υπηρέτης 2: Μια μέρα πάει να σκαρφαλώσει, γλιστράει, πέφτει…

Υπηρέτης 1: Έσπασε το κεφάλι του, αλλά μυαλό δεν έβαλε.

Υπηρέτης 2: Και νάμαστε πάλι τώρα εδώ, με μια καινούρια λόξα που του κόλλησε στο μυαλό.

Υπηρέτης 1: Βρήκε, πριν από μέρες στα χωράφια ένα ζουζούνι. Ένα σκαθάρι, σκαθαράκι τόσο δα. Μας το κουβαλάει εδώ και μας λέει. «Ταΐστε το, ποτίστε το, να μεγαλώσει γρήγορα. Να κάνω καβάλα στις φτερούγες του να πάω στον Όλυμπο, να βρω τους θεούς ».

Υπηρέτης 2: Θέλει, βέβαια, να πάει να τους παρακαλέσει να σταματήσουν τον πόλεμο, αλλά είναι δυνατόν να πετάξει ως εκεί πάνω μ' ένα σκαθάρι;

Υπηρέτης 1: Μα, τι βλέπω; Να το έρχεται. Τρέξε, κόσμε, να το δεις!
(Στη σκηνή εμφανίζεται ο Τρυγαίος καβάλα σε ένα μεγάλο σκαθάρι κρατώντας το με ένα χαλινάρι–Σκαθάρι:ένα παιδί μεγαλόσωμο ντυμένο με μαύρη σακούλα απορριμμάτων παραφουσκωμένη από μέσα, ανάλογη μάσκα στο κεφάλι ).

Υπηρέτης 2: Καλέ, φτου να μην το ματιάσω. (πάει κοντά και το φτύνει, δείχνοντας δυσφορία για τη βρομιά του) Πώς ψήλωσε! Πώς μεγάλωσε έτσι;

Τρυγαίος: Σιγά, σιγά Σκαθαράκο μου, με το μαλακό. Μην παίρνεις τόση φόρα θα γκρεμοτσακιστούμε. (Πλησιάζει ο υπηρέτης να τον βοηθήσει να κατέβει, κρατώντας το Σκαθάρι από το σκοινί του).

Υπηρέτης 1: Αχ. Αφεντικό για τι το κάνεις πάλι αυτό; Θα πέσεις και θα σπάσεις το κεφάλι σου όπως την άλλη φορά.

Τρυγαίος: Γιατί το κάνω; Μα, για να σώσω τον κόσμο. Να σώσω τον κόσμο από το κακό του πολέμου. Θα πάω να βρω την Ειρήνη. Eσεις νομίζετε ότι είμαι τρελός. Θα δούμε στο τέλος ποιος είναι τρελός.

Υπηρέτης 1: Καλά, αφεντικό, πού θα τη βρεις;

Τρυγαίος: Μα, εκεί ψηλά στις κορυφές του Ολύμπου που αγγίζουνε τον ουρανό, εκεί που κατοικούν οι θεοί.

Υπηρέτης 1: Αφεντικό, αυτό είναι τρέλα. Σκέψου το άλλη μια φορά.

Τρυγαίος: Σταματήστε την γκρίνια. Δεν θέλω να ξανακούσω κουβέντα. Τ' αποφάσισα, πάει τέλειωσε.

Υπηρέτης 1: Καλά, βρε αφεντικό και δεν έβρισκες άλλο τρόπο να ταξιδέψεις;

Τρυγαίος: Βέβαια, θα προτιμούσα τ' αεροπλάνο, αλλά βλέπεις δεν ανακαλύφτηκε ακόμα. Γι' αυτό και 'γω θα πάω με το σκαθαράκο μου. (Κάνει καβάλα στο Σκαθάρι. Στην πλάτη του κρεμάει ένα ταγάρι και ένα σκοινί σαν ορειβάτης. Μέσα στο ταγάρι έχει δυο χρυσά κύπελλα ).

Τρυγαίος: Εμπρός. Πάμε. Άντε, γεια σας.

Υπηρέτης 1-2: Γεια σου, αφεντικό. Καλό ταξίδι.

ΠΡΑΞΗ 2η

ΣΚΗΝΗ 1η
(Σκηνικό: Πάνω σύννεφα, γύρω βράχια και μια σπηλιά στην άκρη –από φελιζόλ - και μπροστά ένας βράχος κλείνει την είσοδο ). (Μπαίνει ο Τρυγαίος καβάλα στο Σκαθάρι, σταματά στην μέση της σκηνής κουτρουβαλώντας ).

Τρυγαίος: Κάτι δεν πάει καλά στο σταμάτημα κάθε φορά. Πρέπει να διορθώσω το σύστημα προσγείωσης. (Πηγαίνει πίσω από το σκαθάρι, κάνοντας ότι προσπαθεί να διορθώσει τη βλάβη. Ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος, σηκώνεται κρατώντας τη μύτη του. ). Άσε, θα το πάω στο συνεργείο όταν γυρίσω, έχει πρόβλημα στην εξάτμιση. Άραγε πού να βρίσκομαι τώρα; Έφτασα στην κορυφή του Ολύμπου, άρα εδώ γύρω πρέπει να βρίσκονται οι θεοί. Εεεε…δεν είναι κανείς εδώ;

Ερμής: (Ξεπροβάλει το κεφάλι του πίσω από τα βράχια). Κάτι βρωμάει εδώ. (Πλησιάζει, κοιτώντας περίεργα το Σκαθάρι ). Τι είναι πάλι τούτο εδώ;

Τρυγαίος: Σκαθάρι είναι και εγώ ένας φτωχός και ταλαίπωρος ταξιδιώτης από τη γη.

Ερμής: Βρε βρομιάρη, βρε βρομερέ βρομιάρη! Αρχιβρομιάρη, πώς τολμάς να έρχεσαι στο παλάτι των θεών και να κουβαλάς αυτό το βρωμερό πλάσμα εδώ πάνω;

Τρυγαίος: Δεν το κουβαλάω εγώ, αυτό με κουβαλάει.
(Το Σκαθάρι κάνοντας ότι βόσκει, απομακρύνεται σιγά-σιγά και φεύγει από τη σκηνή ).

Ερμής: Τέλος πάντων. Ποιο είναι τ' όνομα σου;

Τρυγαίος: Τρυγαίος.

Ερμής: Από πού είσαι;

Τρυγαίος: Από την Αθήνα.

Ερμής: Τι δουλειά έχεις;

Τρυγαίος: Αμπελουργός είμαι.

Ερμής: Δεν εννοώ αυτό βλάκα. Τι δουλειά έχεις εδώ πάνω;

Τρυγαίος: Θέλω να συναντήσω τους θεούς.

Ερμής: Ωραία, εγώ σου κάνω;

Τρυγαίος: (Πέφτει στα γόνατα). Είστε Θεός! ;

Ερμής: Α! μα, εσύ είσαι τελείως χαζός. Μήπως χτύπησες στο κεφάλι τώρα τελευταία;

Τρυγαίος: Απίστευτο, πώς το καταλάβατε;

Ερμής: Ε, τι θεός θα 'μουν αν δεν καταλάβαινα.

Τρυγαίος: Μα, ποιος Θεός;

Ερμής: Ποιος θεός έχει φτερά στα πόδια, για να μεταφέρει γρήγορα τα μηνύματα στους άλλους θεούς;

Τρυγαίος: Να πάρω τι βοήθεια του κοινού; (Απευθύνεται στο ακροατήριο ). Παιδιά, μήπως καταλάβατε εσείς, ποιος θεός είναι;

Ερμής: Ο Ερμής, είμαι βλάκα. Εσύ όταν πήγαινες σχολείο, στην Ιστορία πρέπει να είχες 5!

Τρυγαίος: Μπράβο. Μα, τι θεός είναι! Όλα τα ξέρει.

Ερμής: Λοιπόν, για να συνεννοηθούμε. Γιατί ήρθες εδώ πάνω;

Τρυγαίος: Ε! Να, είπα να σου φέρω ένα δωράκι.

Ερμής: Δωράκι, εμένα;

Τρυγαίος: Ναι, άμα δεν θες, δεν πειράζει, θα το δώσω σε άλλο θεό.

Ερμής: Τι λες, καλέ μου! Έλα εδώ.
(Τον αγκαλιάζει. Ανοίγει το ταγάρι βγάζει ένα κύπελλο απ' αυτά που δίνουν στους αθλητές και του το δίνει ).

Τρυγαίος: Σ' αρέσει;

Ερμής: Ω! Πόσο γλυκούλης είσαι!

Τρυγαίος: Α, έτσι ε; Πριν ήμουν βρομιάρης τώρα είμαι γλυκούλης. Τέλος πάντων. Πήγαινε με στο Δία, που θέλω να του πω δυο κουβέντες.

Ερμής: Στο Δία; Καλά δεν τα 'μαθες;

Τρυγαίος: Τι πράγμα;

Ερμής: Ο Θεός δεν είναι πια εδώ. Μετακόμισε.

Τρυγαίος: Τι; Μετακόμισε; Καλά μετακομίζουν κι οι θεοί;

Ερμής: Α, βέβαια όταν θυμώνουν μ' αυτά που κάνουν οι άνθρωποι και δεν τους ακούν.

Τρυγαίος: Μα, τι κάναμε τόσο σοβαρό για να μας εγκαταλείψει;

Ερμής: Ρωτάς τι κάνατε; Κάνετε τίποτ' άλλο από Πολέμους;

Τρυγαίος: Μα κι εγώ για τον ίδιο λόγο ήρθα να τον βρω.

Ερμής: Τώρα εγώ τι να σου κάνω; Άντε βρες τον. Πήρε τα πράγματα του και πήγε στην άλλη άκρη του ουρανού, να μη σας βλέπει και συγχύζεται.

Τρυγαίος: Μας παράτησε λοιπόν ο άνθρωπος …ο Θεός θέλω να πω.

Ερμής: Ε, όχι κι άδικα εδώ που τα λέμε. Το παρακάνατε εσείς οι άνθρωποι εκεί κάτω με τους πολέμους. Δεν χάνετε ευκαιρία, με το παραμικρό αρχίζετε να τρώγεστε μεταξύ σας. Εσείς φταίτε.

Τρυγαίος: Δίκιο έχεις. Τώρα τι να κάνω ο καημένος; Τσάμπα τόσος κόπος. ( Κάθεται απογοητευμένος πάνω σ' ένα βράχο κρατώντας το κεφάλι του ). Δε μου λες! Την Ειρήνη την ξέρεις;

Ερμής: Ποια Ειρήνη;

Τρυγαίος: Τη θεά Ειρήνη.

Ερμής: Ειρήνη…Ειρήνη …. Τη Ρηνούλα καλέ λες! Καλά τη Ρηνούλα δεν ξέρω; Αχ, τόσο καιρό που έχω να τη δω, κόντεψα να τη ξεχάσω την κακομοίρα …

Τρυγαίος: Κακομοίρα; Γιατί κακομοίρα;

Ερμής: Ε! Δεν νομίζω να την ξαναδεί ποτέ κανένας.

Τρυγαίος: Γιατί μετακόμισε και αυτή;

Ερμής: (Εμπιστευτικά ) Όχι. Την έκρυψε ο Θεός του Πολέμου ο Άρης σ' αυτήν εδώ τη σπηλιά και έφραξε την είσοδο μ' αυτό το βράχο για να μην μπορείτε να τη βρείτε!

Τρυγαίος: Α! Ώστε γι' αυτό δεν μπορούμε να ησυχάσουμε απ' τους πολέμους τόσα χρόνια!
(Ακούγεται ήχος τύμπανου ).

Ερμής: Άκουσες τίποτα;

Τρυγαίος: Τι θόρυβος είναι αυτός;

Ερμής: Αμάν! Έρχεται ο Άρης! Αυτόν και 'γώ τον φοβάμαι, κρύψου και συ να μην σε βρει.
(Ο Ερμής φεύγει, ο Τρυγαίος κρύβεται πίσω από τα βράχια ). (Μπαίνει στη σκηνή ο Θεός Άρης. Ντυμένος με στρατιωτική στολή, κράνος στο κεφάλι, όπλα φορτωμένος και χτυπώντας ένα τύμπανο, περπατά με στρατιωτικό βηματισμό ).

Άρης: Χα, χα, χα εσείς άθλιοι λαοί, τρισάθλια κράτη, Θα λιώσετε κάτω από τη μπότα μου, θα σας λιώσω σαν σκουλήκια. Αφού τρώγεστε μεταξύ σας, φαίνεται πως με θέλετε, με λαχταράει η ψυχή σας. Γι' αυτό και 'γω ήρθα και δεν θα φύγω. Χα, χα, χα, θα σας βάλω σ' ένα γουδί και θα σας κοπανήσω. Ανατολικούς και Δυτικούς, Νότιους και Βόρειους, Άσπρους και Μαύρους, Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς. Πάω να φτιάξω αμέσως ένα γουδοχέρι να σας κοπανήσω. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Χα, χα, χα. (Φεύγει χτυπώντας δυνατά το τύμπανο).
(Βγαίνει ο Τρυγαίος που ήταν κρυμμένος ).

Τρυγαίος: Βρε, κακό που πάθαμε. Αυτός ο θεός είναι πραγματικά πολύ κακός. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να σώσουμε την Ειρήνη. Τώρα είναι ευκαιρία, που δεν είναι εδώ κανένας και πριν ξαναγυρίσει ο Θεός του Πολέμου. Παιδιά, θα χρειαστώ τη βοήθεια σας. (Παίρνει το σκοινί που έχει περασμένο στον ώμο του, το ξετυλίγει ). Θα με βοηθήσετε να ελευθερώσουμε την Ειρήνη;

Παιδιά: Ναι!

Τρυγαίος: Μπράβο, παιδιά, αν ήταν όλος ο κόσμος σαν και σας, δεν θα γινόταν ποτέ πόλεμος! Λοιπόν ακούστε το σχέδιο μου. Εγώ, θα δέσω μ' αυτό το σκοινί το βράχο και εσείς θα τραβήξετε δυνατά. (Τυλίγει το σκοινί γύρω απ' το βράχο και το ρίχνει στο ακροατήριο ) Όταν σας δώσω το σύνθημα. Έτοιμοι; (Μπαίνει ξαφνικά ο Ερμής ).

Ερμής: Βρε, τι πάτε να κάνετε; Όποιος τολμήσει να ελευθερώσει την Ειρήνη θα τον σκοτώσει αμέσως, ο θεός Άρης. (Ρωτάει και τα παιδιά που κρατούν την άλλη άκρη του σκοινιού ). Θέλετε να σας σκοτώσει και σας;

Τρυγαίος: Έλα τώρα, δεν θα μας προδώσεις. Ξέρεις ότι είναι για το καλό του κόσμου. Κάνε πως δεν βλέπεις. Άλλωστε μόνο εσύ το ξέρεις.

Ερμής: Καλέ τι μας λες! Άμα γυρίσει ο Άρης και δεν βρει την Ειρήνη στη σπηλιά θα την πληρώσω εγώ. Τρελός είμαι;

Τρυγαίος: Κρίμα και 'γω που νόμιζα ότι είσαι καλός φίλος και σου έφερα τόσα δώρα!

Ερμής: Δώρα; Τι δώρα;

Τρυγαίος: (Βγάζει από το ταγάρι το δεύτερο κύπελλο ). Έλα, πάρε άλλη μια χρυσή κούπα που σ' αρέσει.

Ερμής: Άντε, με κατάφερες πάλι. Λοιπόν, ότι θα κάνετε, κάντε το γρήγορα, πριν γυρίσει ο Άρης και μας πιάσει στα πράσα.

Τρυγαίος: Έτοιμοι παιδιά;

Παιδιά : Ναι!

Τρυγαίος: Πάμε! Τραβάτε δυνατά. Όλοι μαζί. Μπράβο. (Μέσα απ' τη σπηλιά εμφανίζεται η Ειρήνη, ντυμένη με λευκό χιτώνα ).

Τρυγαίος: Να τη! Να τη! Η ΕΙΡΗΝΗ! (Η Ειρήνη κοιτάζει γύρω σαστισμένη. Ο Τρυγαίος πάει μπροστά της και γονατίζει).

Τρυγαίος: Ειρήνη μου, Ρηνούλα μου, Ρενάκι μου, Ρηνιώ μου! Σε χάσαμε τόσα χρόνια και κόντεψε να μας καταστρέψει ο Πόλεμος. Έλα, να σε πάρω μαζί μου στη Γη, να ησυχάσει ο κόσμος.

Ειρήνη: (Στον Ερμή ). Πες του να φύγει δεν μιλώ πια σε ανθρώπους. Τους σιχαίνομαι.

Τρυγαίος: Μα γατί καλό μου κορίτσι;

Ειρήνη: Είμαι θυμωμένη μαζί τους. Δεν αγαπούν πια εμένα που τους δίνω τόσα καλά, αλλά τον Πόλεμο κι ας σκοτώνονται. Τους βαρέθηκα. Καλύτερα να είμαι στη σπηλιά να μην τους βλέπω. (Κάνει να ξαναμπεί στη σπηλιά ).

Τρυγαίος: (Την κρατάει απ' το πόδι ). Έχεις δίκιο, Ειρήνη. Έχεις δίκιο, μη φεύγεις. Συγχώρεσε μας! Έλα στη Γη να μας βάλεις μυαλό. Θα σ' αγαπάμε, δεν θα ξανακάνουμε Πόλεμο.

Ειρήνη: Ορκίσου.

Τρυγαίος: Ορκίζομαι, ότι θα σ' αγαπάμε και δεν θα ξανακάνουμε Πόλεμο.

Ειρήνη: Ωραία λοιπόν, θα έρθω αλλά με έναν όρο.

Τρυγαίος: Ότι θες Ειρήνη μου!

Ειρήνη: Θα παντρευτείς!

Τρυγαίος: Α! Ωραία! (Μόλις το καταλαβαίνει αλλάζει ύφος ). Τι; Ποιος εγώ; Δεν είμαστε καλά!

Ειρήνη: Ναι, θα παντρευτείς, αλλιώς δεν έρχομαι στη Γη.

Τρυγαίος: Πω, πω τι έπαθα! Τι να κάνω, πρέπει να θυσιαστώ για το καλό της ανθρωπότητας.

Ειρήνη: Ωραία. Θα πάρεις γυναίκα την Οπώρα. Την θεά της πλούσιας και καρποφόρας Γης. Την καλύτερη μου φίλη. Ήταν μαζί μου στη σπηλιά τόσο καιρό, γι' αυτό ρήμαζαν τα χωράφια σας.

Τρυγαίος: Να τι δω κι αν μ' αρέσει.

Ειρήνη: Θα την πάρεις σ' αρέσει δεν σ' αρέσει αλλιώς δεν έρχομαι στη Γη μόνη μου. Εμείς οι δυο πάμε πάντα μαζί. (Η Ειρήνη μπαίνει στη σπηλιά και βγαίνει μαζί με την Οπώρα -ένα κορίτσι με πράσινο χιτώνα ).

Ερμής: Άντε τυχερέ, σου 'φεξε πάλι. ! Πάρ' την μη μας κάνεις και το δύσκολο τώρα.

Τρυγαίος: Εντάξει. Φέρε το σκαθάρι να φύγουμε τώρα.

Ερμής: Α! Το σκαθάρι κατάσχεται! Θα το καβαλήσω εγώ, να φύγω να γλιτώσω απ' τον Θεό Άρη, γιατί όταν γυρίσει και βρει άδεια τη σπηλιά κάηκα …Εσείς θα πάτε με τα πόδια.

Τρυγαίος: Με τέτοια παρέα όπου θες πάω… Άντε κορίτσια, πάμε. Να δείτε με τη λαχτάρα μας περιμένουν κάτω στη Γη.

ΤΕΛΟΣ 2ης ΠΡΑΞΗΣ

ΠΡΑΞΗ 3η

ΣΚΗΝΗ 1η
(Ξανά το πρώτο σκηνικό. Μπαίνουν στη σκηνή ο Τρυγαίος και τα Κορίτσια ταλαιπωρημένα και κουρασμένα ).

Τρυγαίος: Σπίτι μου, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου. Επιτέλους, κορίτσια φτάσαμε! Τόσο ποδαρόδρομο δεν ξανάκανα στη ζωή μου. Εεεε, πού είναι οι υπηρέτες να μας περιποιηθούν;

Υπηρέτης 1-2: Καλωσόρισες αφεντικό! Καλωσόρισες;

Υπηρέτης 2: Πώς τα πέρασες;

Υπηρέτης 1: Ποιες είναι αυτές αφεντικό;

Τρυγαίος: Σιγά-σιγά! Να πάρω μια ανάσα πρώτα. (Κάθεται ). Εσείς κορίτσια πηγαίνετε μέσα να ξεκουραστείτε.

Υπηρέτης 2: Έλα, πες μας τώρα, έχουμε μεγάλη αγωνία.

Υπηρέτης 1: Πώς φαίνεται η Γη από 'κει ψηλά;

Τρυγαίος: Πώς φαίνεται η Γη; Α, ρε πλάκα πού έχει κι ακόμα πιο πολλή πλάκα έχουν οι άνθρωποι! Ξέρετε, τι μικροί φαινόμαστε από 'κει πάνω; Μικροί και τιποτένιοι. Μας βλέπει κανείς και μας λυπάται, γελοίοι με τα μίση και τους πολέμους μας. Πάρτε το χαμπάρι, η ζωή είναι ένα τίποτα, ένας αέρας. Φστ …κι έφυγε. Αντί να την κάνουμε όσο πιο όμορφη γίνεται, καθόμαστε και τρωγόμαστε όλη τη μέρα. Α, ρε βλακεία που μας δέρνει!

Υπηρέτης 2: Και τα κορίτσια, ποια είναι αφεντικό;

Τρυγαίος: Προσέξτε καλά πως θα φερθείτε, γιατί θα σας κρεμάσω ανάποδα αν δεν μείνουν ευχαριστημένες από τη φιλοξενία μας και ξαναφύγουν. Είναι θεές! Η Ειρήνη και η Οπώρα!

Υπηρέτης 1: Ω! Η Ειρήνη!

Υπηρέτης 2: Και η Οπώρα! Ποια είν' αυτή αφεντικό; Δεν τη ξέρω.

Τρυγαίος: Εμ, βέβαια, είσαι και αγράμματος. Η θεά Οπώρα, βρε κεφάλα, είναι αυτή που θα μας βοηθήσει να ξαναφτιάξουμε τα χωράφια μας, τα αμπέλια μας και θα γίνει και γυναίκα μου!

Υπηρέτης 1: (Γυρνάει στον άλλο Δούλο ) Μήπως δεν άκουσα καλά. Είπε θα γίνει γυναίκα του;

Υπηρέτης 2: Δηλαδή θα παντρευτεί;

Τρυγαίος: Ναι, καλά καταλάβατε. Αποφάσισα να παντρευτώ. Σήμερα κιόλας θα γίνουν οι γάμοι. Πηγαίνετε, γρήγορα να κάνετε τις ετοιμασίες.

Υπηρέτης 1: Έλα. Πάμε να ετοιμάσουμε τα φαγητά. Θα γίνει μεγάλο γλέντι.

Υπηρέτης 2: Όλα τα ελληνικά έργα με γάμο τελειώνουν!

Τρυγαίος: Καλέστε όλο τον κόσμο να έρθει στο γάμο.
(Φεύγουν. Μένει ο Τρυγαίος ).

Τρυγαίος: Ας ξεκουραστώ λίγο μέχρι να γίνουν οι ετοιμασίες.

ΣΚΗΝΗ 2η
(Ο Τρυγαίος κοιμάται εκεί που έμεινε. Μπαίνει ο Οπλοπώλης φορτωμένος σπαθιά, κοντάρια, κράνη, πιστόλια κ. λ. π. βλέπει τον Τρυγαίο που κοιμάται, πάει δίπλα του και τα αφήνει να πέσουν με κρότο. Ο Τρυγαίος πετιέται τρομαγμένος ).

Τρυγαίος: Καλώς τον γείτονα μου τον Κακίσταρχο τον Οπλοπώλη! Α, στο καλό με τρόμαξες. Πώς από δω; Έμαθες ότι γύρισα κι ήρθες να με καλωσορίσεις;

Οπλοπώλης: Τον κακό σου τον καιρό! Είσαι τρελός! Είσαι ηλίθιος!

Τρυγαίος: Γιατί με βρίζεις, Κακίσταρχε, τι σου 'κανα ο καημένος;

Οπλοπώλης: Α, δεν ξέρεις κιόλας τι μου 'κανες! Πάει η δουλειά μου, βλάκα. Πάει η τέχνη μου. Με κατέστρεψες. Τι θα τα κάνω όλα αυτά που έφτιαχνα, τώρα που έφερες την Ειρήνη;

Τρυγαίος: Δεν θα τα χρειαστούμε ξανά, πέταξε τα!

Οπλοπώλης: Μπράβο, ωραίος είσαι, και πώς θα ζήσω εγώ τώρα; Αν δεν τα πουλήσω, θα πεθάνω από την πείνα!

Τρυγαίος: Α! γι αυτό σκας; (Τον παίρνει αγκαλιά ) Άντε αυτό το κράνος θα το αγοράσω εγώ. Όταν θα κάνει η γυναίκα μου παιδιά, θα μας χρειαστεί. Θα 'ναι ότι πρέπει να κάνουν μέσα τα κακά τους. Τα άλλα λιώσ' τα και κάν 'τα εργαλεία, να δουλέψουν οι άνθρωποι να δουν προκοπή. Με την Ειρήνη ο κόσμος κερδίζει περισσότερα. Μη μου κακιώνεις. Κάτσε στο γάμο να διασκεδάσεις.
(Μπαίνουν οι δούλοι κουβαλώντας ένα τραπέζι με πιάτα ).

Υπηρέτης 1: Όλα έτοιμα για το γάμο αφεντικό!

Υπηρέτης 1: Ο κόσμος αρχίζει να έρχεται. . Η Νύφη στολίστηκε.

Τρυγαίος: Ας αρχίσει το γλέντι παιδιά!
(Έρχονται στη σκηνή η Ειρήνη, η Οπώρα με ένα πέπλο στο κεφάλι και διάφοροι άλλοι ).

Υπηρέτης 1: Να μας ζήσεις αφεντικό!

Τρυγαίος: Στην υγειά σας, φίλοι μου! Ελάτε όλοι! Φάτε, πιείτε, γλεντήστε. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα!

Υπηρέτης 1: Να ζήση η Ειρήνη!

Υπηρέτης 1: Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός!

Τρυγαίος: Πιαστείτε να χορέψουμε! Πάμε!

Ας αρχίσουν οι χοροί
Και θα βρούμε αλλιώτικα
Στέκια επαρχιώτικα
Βρε, ώσπου η σύναξη αυτή
Σαν χωριό αυτόνομο
Να ξεδιπλωθεί.

Μέχρι τα ουράνια σώματα
Με πομπούς και με κεραίες
Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
Κι Ιστορία οι παρέες.

Ο ουρανός είναι φωτιές
Ανεμομαζώματα, σπίθες και κυκλώματα
Βρε, και παρέες λαμπερές
Το καθρέφτισμα του στις ακρογιαλιές.

Να μας έχει ο Θεός γερούς
Πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε
Βρε, με χορούς κυκλωτικούς
Κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς!

ΑΥΛΑΙΑ

 
Site Meter