14ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου

 

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Η Λυσιστράτη

Οι γάτες της οδού Μεταμορφώσεως

Γιορτή επετείου Πολυτεχνείου

Ο Εξυπνολαιμαργούλης

Δραματοποιημένα δημοτικά τραγούδια για την 25η Μαρτίου

  • “Η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη σε διασκευή για σχολικό θέατρο”

Παρουσιάστηκε στο Δημοτικό θέατρο Νέας Ιωνίας Βόλου με το 14ο Δημ. Σχολείο Βόλου στα πλαίσια των εκδηλώσεων ερασιτεχνικής δημιουργίας τον Ιούνιο του 2000.

Διασκευή - διάλογοι: Βασίλης Δραχτίδης

Ο Αριστοφάνης ήταν ο μεγαλύτερος από τους αρχαίους Έλληνες κωμωδιογράφους. Η "Λυσιστράτη" γράφτηκε το 411 π. Χ.

Η ηρωίδα αυτή, της οποίας το όνομα είναι πλαστό, θέλοντας να συμφιλιώσει τους Έλληνες που αλληλοσκοτώνονται, συγκάλεσε συνέλευση γυναικών από την Πελοπόννησο και τη Βοιωτία. Γιατί, κατά τη γνώμη της, η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται από την ικανότητα των γυναικών, αφού οι άνδρες αποδείχτηκαν ανίκανοι να σταματήσουν τον αιματηρό πόλεμο.

Οι 3 σκηνές του έργου διαδραματίζονται μέσα και έξω από την πύλη της Ακρόπολης

ΠΡΟΣΩΠΑ – ΡΟΛΟΙ

  1. ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
  2. ΜΥΡΡΙΝΗ
  3. ΚΛΕΟΝΙΚΗ
  4. ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ
  5. ΑΣΠΑΣΙΑ
  6. ΑΡΤΕΜΗ
  7. ΓΕΡΟΣ Α΄
  8. ΓΕΡΟΣ Β΄
  9. ΓΕΡΟΣ Γ΄
  10. ΓΕΡΟΣ Δ΄
  11. ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
  12. ΑΝΔΡΟΚΛΗΣ
  13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
  14. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Α΄
  15. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Β΄
  16. ΚΙΝΗΣΙΑΣ
  17. ΚΟΡΥΦΑΙΑ
  18. ΧΟΡΟΣ

Σ κ η ν ή Α΄

ΧΟΡΟΣ:

Στα χρόνια κείνα τα παλιά

οι γυναίκες είχαν πήξει στη δουλειά.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Εσκουπίζανε τα σπίτια,

μαγειρεύαν φαγητά,

εποτίζανε τα ζώα

και νταντεύαν τα μωρά.

Κι οι άντρες; Αυτοί ήταν άλλο.

Πόλεμο ξεκίνησαν μεγάλο,

γυρίζαν όλη την Ελλάδα

και σκοτώνονταν αράδα.

Τούτη δω η ιστορία,

που θα δείτε στην πορεία,

είχε γίνει στην Αθήνα

που την έδερνε η πείνα.

ΧΟΡΟΣ:

Οι γυναίκες μαζευτήκαν

στην Ακρόπολη κλειστήκαν.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Απεργία ξεκινήσαν

και τις πόρτες όλες κλείσαν.

Μπαίνει στη σκηνή η Λυσιστράτη και μονολογεί περπατώντας πάνω - κάτω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Αχ... αχ, αχ. Καμιά δε φάνηκε ακόμα. ‘Aμα τις είχα καλέσει για να πιούμε καφέ, θα είχαν τσακιστεί όλες να 'ρθουν. ‘Aμα τις είχα καλέσει για καμιά βόλτα στην παραλία, θα είχαν έρθει τρέχοντας. Πού είναι όμως τώρα, δε βλέπω καμιά τους;

(Μπαίνει στη σκηνή και η Κλεονίκη.)

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Γεια σου Λυσιστράτη. Τι κάνεις; Πώς είσαι; . . .

. . . Τι έχεις καλέ και κρέμασες τέτοια μούτρα; Θυμωμένη είσαι;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Αν είμαι λέει. Και πολύ μάλιστα! Από χτες σας ειδοποίησα όλες τις γυναίκες της Αθήνας να μαζευτούμε όλες εδώ στο σπίτι μου για κάτι πολύ σοβαρό, κι ακόμα δεν ήρθε ούτε μία. Όπως βλέπεις είσαι η πρώτη.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Πώς κάνεις έτσι καλέ; Εύκολο το ‘χεις να ξεπορτίσει μια γυναίκα τέτοια ώρα; Θα 'ρθουν μην ανησυχείς. Σκέψου όμως πόσες δουλειές έχουν να κάνουν στο σπίτι. Εγώ για να καταλάβεις έπρεπε πρώτα να μαγειρέψω, να πάω τα παιδιά στο σχολείο, να καθαρίσω το σπίτι και μετά να ξεκινήσω.

ΧΟΡΟΣ: Τα σπίτια καθαρίζανε

τα ζώα τους ποτίζανε

μα μέναν πάντα μόνες.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Μα εδώ έχουμε να μιλήσουμε για σοβαρά πράγματα. Δεν το καταλαβαίνεις; Έχω καλέσει όλες τις γυναίκες της Αθήνας και αντιπροσωπεία από τη Σπάρτη. Όπου να ‘ναι θα καταφτάσουν οι Σπαρτιάτισσες. Δεν είναι ντροπή να έρθουν οι γυναίκες από τόσο μακριά και να μη βρουν καμιά μας;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Σοβαρά; Τι τρέχει;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Θα σταματήσουμε τον πόλεμο.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Εμείς, οι γυναίκες; Με ποιον τρόπο; Μιλάς σοβαρά; Μη μου πεις ότι θα φορέσουμε πανοπλίες και θα γίνουμε στρατιωτίνες.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Μην ανησυχείς. Έχουμε κι εμείς τα δικά μας όπλα. Θα σου εξηγήσω και θα καταλάβεις.

ΧΟΡΟΣ Το σχέδιό της έπιασε

και στο μυαλό της έδεσε

κι αλίμονο στους άντρες.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Α, να , βλέπω έρχονται κι άλλες. Άδικα ανησυχούσες.

(Μπαίνει στη σκηνή μια ομάδα γυναικών με επικεφαλής τη Μυρρίνη.)

ΜΥΡΡΙΝΗ: Γεια σου Λυσιστράτη. Γεια σου Κλεονίκη. Μας συγχωρείτε που αργήσαμε λιγάκι, αλλά με τόσες δουλειές στο σπίτι, ώσπου να ξεμπερδέψουμε... καταλαβαίνετε . . . Ουφ! Ας κάτσουμε λίγο εδώ, γιατί είμαι ψόφια απ' την κούραση. Πες μας λοιπόν γιατί μας φώναξες;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Μη βιάζεσαι Μυρρίνη. Καλύτερα να περιμένουμε να μαζευτούμε όλες, μη μας τα λέει δυο φορές. Ορίστε, να, κατά φωνή. Φτάνουν κι οι τελευταίες. Σαν Σπαρτιάτισσες μου μοιάζουν.

Μπαίνει στη σκηνή μια ομάδα γυναικών από τη Σπάρτη.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Γεια σου Λυσιστράτη. . . γεια σας κορίτσια . . .

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Καλώς τις Σπαρτιάτισσες. Καλώς τα όμορφα κορίτσια.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ: Τι γίνεται; Γιατί μαζευτήκαμε όλες; Γιατί μας κάλεσες από τη Σπάρτη; Τόσο σημαντικό είναι αυτό που θέλεις να μας πεις;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Ησυχία. . . ησυχία . . . Κάντε λίγο ησυχία και θα σας εξηγήσω αμέσως.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ: Σσς. . . Σιγά, θα μας μιλήσει .Καθίστε κάτω. Μη μιλάτε . . .

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Πριν σας πω το σχέδιό μου, θέλω να σας κάνω μια ερώτηση:

Σας αρέσει που οι άντρες μας αφήνουν μόνες στα σπίτια και όλο φεύγουνε για πόλεμο;

ΧΟΡΟΣ: Όχι, βέβαια.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ: Καθόλου δε μας αρέσει. Εγώ θυμώνω αλλά τι να κάνω;

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Μας αφήνουν μόνες και πρέπει να κάνουμε μόνες όλες τις δουλειές.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Να νταντεύουμε τα παιδιά, τους παππούδες, τις γιαγιάδες.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Θέλετε να σταματήσει ο πόλεμος;

ΧΟΡΟΣ: Θέλουμε.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Θέλετε να μην ξαναφύγουν για πόλεμο;

ΧΟΡΟΣ: Θέλουμε.

κλεονικη: Έχω βαρεθεί να τους βλέπω να παίρνουν τα όπλα και να φεύγουν στον πόλεμο. Και μόλις τελειώσει ο ένας πόλεμος, τσουπ! σκαρώνουν άλλον. Ίσα ίσα για να μη μείνουν στο σπίτι ούτε μέρα.

ΧΟΡΟΣ Κάθε λιγάκι πόλεμο

ακόντια κι ασπίδες

και όσο τους γυρεύουνε

σιγά και μην τους είδες.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Λοιπόν ακούστε με καλά. Βρήκα έναν τρόπο να σταματήσει ο πόλεμος και να γυρίσουν όλοι πίσω. Επιτέλους να σταματήσουν οι σκοτωμοί και ο εμφύλιος σπαραγμός.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ: (όλες μαζί) Ποιο, τι, πώς, πότε, γιατί, με ποιον τρόπο, τι λες;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Ναι, ναι καλά ακούσατε. Έχω μια ιδέα φοβερή. Για να πετύχει όμως πρέπει να βοηθήσετε όλες.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ: Εμείς τι να κάνουμε; Πώς θα σταματήσουμε τον πόλεμο; Δεν καταλαβαίνω;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Είναι πολύ απλό. Θα κάνουμε απεργία.

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΑ: Απεργία; Από τι βρε Λυσιστράτη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Από όλα κι από όλους. Θα πάμε στην Ακρόπολη και θα κλειστούμε μέσα. Θα παρατήσουμε τους παππούδες και τα παιδιά στα σπίτια. Θα παρατήσουμε τα ζώα ατάιστα και τα σπίτια βρώμικα. Θα τα παρατήσουμε όλα.

ΧΟΡΟΣ Δεν ξέραμε, δεν ξέραμε

τι είναι μια αργία

μα τώρα αποφασίσαμε

να κάνουμε απεργία.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Καλά να κλειστούμε στην Ακρόπολη. Και τότε τι θα γίνει;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Οι άντρες θα το μάθουν και θα γυρίσουν να δούνε τι τρέχει.

κλεονικη: Και φυσικά θα 'ρθουν να μας βγάλουν απ' την Ακρόπολη.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Φυσικά και θα έρθουν. Εμείς όμως δεν θα το δεχτούμε αυτό ποτέ! Αν δε δώσουν υπόσχεση ότι δε θα ξαναφύγουν για πόλεμο, εμείς δε βγαίνουμε απ' την Ακρόπολη.

ΑΣΠΑΣΙΑ : Ωραία τα λες Λυσιστράτη. Καλή ιδέα μου φαίνεται. Λες να πετύχει όμως; Κι αν μας επιτεθούν; Αν στείλουν στρατό; Αν βάλουν φωτιά να μας κάψουν;

ΑΡΤΕΜΗ : Εγώ είμαι σίγουρη ότι θα πετύχει. Μπρος, ελάτε όλες γρήγορα. Γυναίκες ενωμένες ποτέ νικημένες.

ΧΟΡΟΣ: Στο βράχο της Ακρόπολης

τώρα ας ανεβούμε

όλες μαζί για να ‘μαστε,

κι οι άλλες για να ‘ρθούνε.

Να τον φυλάμε άξια

κοπέλες όλο χάρες.

Κι αμέσως να κλειδώσουμε

Τις πόρτες με αμπάρες.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Σταθείτε, μη βιάζεστε. Πρώτα να δώσουμε όρκο. Εδώ, πάνω σ' αυτό το κανάτι κρασί. Να ορκιστούμε πως όλες μαζί θα τηρήσουμε το λόγο μας. Ελάτε βάλτε τα χέρια σας.

Οι γυναίκες πλησιάζουν και βάζουν τα χέρια πάνω στο κανάτι.

ΟΡΚΟΣ: ( Όλες μαζί)

Δε θα πάμε πια στο σπίτι.

Τις δουλειές τις παρατάμε.

Τα παιδιά αποχαιρετάμε.

Αν ο πόλεμος δεν πάψει

κι όλοι πίσω δε γυρίσουν

θε να μείνουμε στο κάστρο

μέχρι να μετανοήσουν.

Κι αν καμιά μας τον πατήσει

πώς θα γίνει φανερό;

Το κρασί μες στο κανάτι

θα γενεί ευθύς νερό.

Οι γυναίκες φεύγουν τρεχάτες και μπαίνουν στην Ακρόπολη.

Σ Κ Η Ν Η Β'

Εισαγωγή στη Β΄ σκηνή

ΚΟΡΥΦΑΙΑ

Αφού όλες ορκιστήκαν, στην Ακρόπολη κλειστήκαν.

Και στην πόλη της Αθήνας, είχαν μείνει τώρα πια

μόνο γέροι και μωρά.

Τι τραβάν οι γέροι; Μη ρωτάτε.

Έχουν μπλέξει με τα σπίτια, τις δουλειές και τα ξενύχτια,

και τραβάνε τα μαλλιά τους.

(Όσα τους έχουν απομείνει δηλαδή, γιατί οι περισσότεροι είναι φαλακροί)

Νάτοι, νάτοι που καταφτάσαν.

Να βγάλουν έξω τις γυναίκες ετοιμαστήκαν.

Αμάν τι βλέπω; Θέλουνε φωτιές ν' ανάψουν να τις πνίξουν στον καπνό.

Αχ, φουκαράδες μου, αν ξέρατε τι σας περιμένει.

Κι είναι όλοι τους λεβέντες ένας κι ένας.

Να τους φτύσουμε μην τους ματιάσουμε.

ΧΟΡΟΣ: Του ενός πονάν τα πόδια,

τ' αλλουνού πονάει η καμπούρα,

ο τρίτος έχει πίεση

κι ο τέταρτος φαγούρα.

Μπαίνουν στη σκηνή 4 γέροι φορτωμένοι ξύλα.

Τραγουδούν όλοι μαζί: Στον πόλεμο, στον πόλεμο δεν πήγαμε,

Γιατί είμαστε, γιατί είμαστε γερόντια,

ξεμείναμε στα σπίτια μας

χωρίς σπαθιά κι ακόντια.

ΓΕΡΟΣ Α' : Ωχ, τα πόδια μου. Κουράστηκα δεν αντέχω άλλο.

ΓΕΡΟΣ Β' : Μα είναι τώρα πράματα αυτά για μας; Πού πάμε γέροι άνθρωποι;

γεροσ γ' : Τι να κάνουμε; . . . ωχ . . .Αφού δεν υπάρχει κανένας νέος άντρας στην πόλη. Ποιος το περίμενε να μας φέρουν οι γυναίκες σ' αυτό το χάλι;

γεροσ δ' : Δυστυχία μας. Τα σπίτια μας μείναν έρημα. Τα μωρά κλαίνε. Κι αυτές μια βδομάδα κλεισμένες στην Ακρόπολη.

ΓΕΡΟΣ Α' : Στείλτε να φωνάξουν τους άντρες απ' το μέτωπο. Να ειδοποιήσουμε τους στρατηγούς. Μόνο τότε λέει θα βγουν απ' την Ακρόπολη οι γυναίκες.

γεροσ β' : Αυτό θα το δούμε. Μην απελπίζεστε. Πρώτα όμως θα κάνουμε εμείς οι γερόντοι ό,τι μπορούμε. Σκέφτηκα λοιπόν μια πολύ έξυπνη ιδέα. Σας κουβάλησα φορτωμένους ως εδώ, για να βάλουμε φωτιά την Ακρόπολη. Οι γυναίκες θα πνιγούνε στον καπνό και θα βγουν έξω. Τι λέτε; Καλή ιδέα;

ΓΕΡΟΣ Γ' :Φοβερή. Ελάτε γρήγορα. να δοκιμάσουμε. Να τις κάνουμε καπνιστές ρέγκες. Εμπρός λεβέντες μου.

ΓΕΡΟΣ Δ΄: Ποιοι είναι οι λεβέντες; Εμείς; Ζήτω που καήκαμε.

ΧΟΡΟΣ

Όσες φωτιές ν’ ανάψετε όσα κι αν βάλτε ξύλα

αντί μυαλό σας έχετε μες στο κεφάλι φύλλα.

Φτιάχνουν φωτιές κι αρχίζουν να φυσάνε. Μια γυναίκα φαίνεται πάνω απ' την Ακρόπολη, τρέχει και φωνάζει και τις άλλες.

γεροσ Δ' : Σιγά, θα πέσω. Φύσα από κει λίγο. Ξαναφύσα... Φέρε κι άλλο προσάναμμα.. . . Πού να πάρει. . . δεν ανάβει. Γκου... γκουχ... (Βήχουν όλοι μαζί).

(Βγαίνει στην είσοδο της Ακρόπολης η Μυρρίνη).

ΜΥΡΡΙΝΗ: Γυναίκες, στα όπλα. Βάλαν φωτιά να μας κάψουν. Γρήγορα φωνάξτε τη Λυσιστράτη.

( Την πιάνει βήχας κι αυτή )

Βρε χούφταλα, βρε ξεμωραμένοι! Δε ντραπήκατε να βάλετε φωτιά στην Ακρόπολη;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Τι συμβαίνει κορίτσια; Τι καπνός είναι αυτός;

ΜΥΡΡΙΝΗ: Οι γέροι ήρθαν να μας κάψουν. Άναψαν φωτιά και μας έπνιξαν στον καπνό.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Σιγά μη μας τρομάξουν 4 γεροντάκια. Πάρτε γρήγορα από μέσα ό,τι κουβά ή ποτιστήρι βρείτε και γεμίστε τα νερό.

( Βγαίνουν οι γυναίκες κρατώντας στάμνες με νερό.)

ΓΕΡΟΣ Α' : Να τες , βγαίνουν. Να τες, βήχουν. Πού θα πάνε, θα πνιγούν στον καπνό.

ΓΕΡΟΣ Β' : Γρήγορα, γυναίκες, έξω απ' την Ακρόπολη. Αλλιώς θα σας κάνουμε καπνιστές. Όταν διατάζουν οι άντρες οι γυναίκες πρέπει να υπακούουν.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ : Τι μας λες βρε γέρο; Ποιον διατάζεις; Για κοιτάξου στον καθρέφτη, πού ‘χεις καταντήσει σα ραμολιμέντο.

ΓΕΡΟΣ Γ' : Είμαστε γέροι και το ξέρεις. Έχουμε όμως μια μαγκούρα! Αν σου κοπανήσω μία θα σου σιάξω τη καμπούρα.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ : Ποιος εσύ; Ας γελάσω. Βρε συ δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.

ΓΕΡΟΣ Δ' : Κοίτα μη στην κοπανήσω, γιατί την ουρά θα στη μαδήσω.

ΜΥΡΡΙΝΗ : Γέρο, αν σε πιάσω απ' τα μαλλιά, μες στο φούρνο θα σε βάνω με πατάτες να σε κάνω.

ΓΕΡΟΣ Α' : Μπρος, γρήγορα στα σπίτια σας. Σαν πολύ αέρα μας πήρατε. Θα σας αρπάξω και θα σας βγάλω το τσουλούφι.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ : Πρόσεχε γερο-μαγκούφη. Δεν κοιτάς τα χάλια σου , που σου τρέχουνε τα σάλια σου.

ΓΕΡΟΣ Β' : Δεν αντέχω άλλο πια. Χέρια, πόδια, πλάτη όλα μου πονάνε. Μπρος να βάλουμε φωτιά.

ΓΕΡΟΣ Γ' : Φωτιά να τις καπνίσουμε, σαν ψάρια να τις ψήσουμε.

ΓΕΡΟΣ Δ' : Να τις ξεροψήσουμε. Να πνιγούν στα δάκρυα.

ΑΣΠΑΣΙΑ : Τα όπλα σας, γυναίκες. Γρήγορα το νερό. Να τους ποτίσουμε σαν τα λάχανα.

(Οι γυναίκες κουβαλούν δοχεία με νερό).

Έλα παππούλη φάτο στο κεφάλι.

ΑΡΤΕΜΗ : Να και λίγο στη φωτιά να σβήσει.

ΑΣΠΑΣΙΑ : Να και με το ποτιστήρι, έτσι σα βροχούλα.

(Οι γέροι φεύγουν βιαστικά)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Τρέχα γέρο, θα γίνεις μούσκεμα... χα . . . χα. . .χα

ΓΕΡΟΣ Α' : Ωχ, σιγά, σιγά, θέλετε να μας πνίξουν; Τρεχάτε να φύγουμε γιατί ρίχνουν κι άλλο.

ΓΕΡΟΣ Β' : Πάνε έσβησαν οι φωτιές μας.

ΓΕΡΟΣ Γ' : Από δω πάμε να φύγουμε, που είναι κατηφόρα.

ΓΕΡΟΣ Δ' : Μη με σπρώχνετε θα γλιστρήσω.

γεροσ α' : Σταθείτε μη βιάζεστε, θα κατρακυλήσω.

ΓΕΡΟΣ Β' : Τουρτουρίζω, θα παγώσω.

ΓΕΡΟΣ Γ' : Αχ κακό που έχω πάθει. Βήχω θα με πιάσει γρίπη.

ΓΕΡΟΣ Δ' : Δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να φωνάξουμε την αστυνομία. Μόνο έτσι θα γλιτώσουμε από τον κακό μπελά που μας βρήκε. Πάω να φέρω τον αστυνόμο. Περιμένετε και θα δείτε τι θα πάθουν.

Βγαίνει για να φωνάξει τον αστυνομικό.

ΧΟΡΟΣ:

Όποιον και να μας φέρετε

όποιον και να φωνάξτε

στο τέλος θα την πάθετε

και θα αναστενάξτε.

(Επιστρέφει ο γέρος με τον αστυνομικό)

ΓΕΡΟΣ Α' : Από δω κυρ Αστυνόμε. Από δω. Έλα να δεις τι μας έκαναν. Έχουν κλειστεί μέσα στην Ακρόπολη και Δε βγαίνουν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Μας πρόσβαλαν κι από πάνω μας κατάβρεξαν κιόλας και τριγυρνάμε σαν κατουρημένοι.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Μην ανησυχείτε. Τώρα θα αναλάβει την υπόθεση ο νόμος. Έϊ εσείς από μέσα; Ανοίξτε γρήγορα την πόρτα της Ακρόπολης και βγείτε γρήγορα έξω.

(Βγαίνει η Λυσιστράτη.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Τι συμβαίνει κύριε Αστυνόμε και φωνάζεις; Γυρεύεις τίποτα;

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι είναι αυτά τα καμώματα; Τι είναι αυτά που μου κατάγγειλαν οι γερόντοι; Τους προσβάλατε λέει και τους καταβρέξατε κι από πάνω. Γρήγορα στα σπίτια σας. Αδειάστε την Ακρόπολη και τσακιστείτε να πάτε στα παιδιά σας. Αλλιώς θα σας συλλάβω και θα σας κλείσω στη φυλακή.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Αυτό αποκλείεται διοικητά μου.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι θα πει δε γίνεται;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Θα πει ότι έχουμε απεργία.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Και τι πα' να πει αυτό το απριγία;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Απεργία το λένε, βρε άσχετε. Πάει να πει, πως δε βγαίνουμε από δω μέσα και δεν πρόκειται ποτέ να πάμε στα σπίτια μας, αν δεν γυρίσουν οι άντρες και δε σταματήσει ο πόλεμος.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Άσε τα παραμύθια και βγείτε γρήγορα έξω. Άιντε μη σας φορέσω τις χειροπέδες και σας κλείσω μέσα.

(Ο αστυνόμος πλησιάζει και η Λυσιστράτη βγάζει ένα ξύλο που είχε κρυμμένο πίσω της.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Κορίτσια, για ελάτε όλες έξω με τα εργαλεία σας.

(Οι γυναίκες βγαίνουν όλες έξω.)

Θέλεις τίποτα παιδί μου; Για πλησίασε και πες το μου ψιθυριστά να τα’ ακούσω καλά..

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι νομίζετε, θα σας φοβηθώ; Δε με ξέρετε καλά εμένα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Για πλησίασε κι άλλο και θα σε γνωρίσουμε καλά - καλά. Θα σε μαδήσουμε και θα σε κάνουμε φύλλο για χορτόπιτα.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Είναι διαταγή της αστυνομίας είπα. Αδειάστε την Ακρόπολη και εξαφανιστείτε στα σπίτια σας. Μπρος γρήγορα. Τσακιστείτε.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Πολύ μας αγρίεψες κυρ Αστυνόμε... Γυναίκες.... τα όπλα σας και έτοιμες. Με το τρία ορμάμε. Ένα... δύο... τρία...

(Πέφτουν όλες πάνω στον Αστυνόμο και τον χτυπούν με τα κουζινικά εργαλεία.)

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Ωχ.. το κεφάλι μου. Μου το σπάσατε. Σιγά. Θα βγάλω καρούμπαλο. Πώς θα φοράω το καπέλο μου μετά; Επιτέλους σταματήστε και πέστε μου τι θέλετε, τρελογυναίκες;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Ακόμα δεν κατάλαβες; Να βάλε και συ ένα χεράκι να γίνει ειρήνη σ' αυτή τη χώρα.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι μπορώ να κάνω εγώ ένας απλός αστυνόμος; Ό, τι ήξερα το έκανα.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Άσε τις κλάψες και πήγαινε καλύτερα στο μέτωπο. Πήγαινε βρες τους στρατηγούς και τους στρατιώτες και πες τους πως δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μαζί μας και πως αν δε σταματήσει ο πόλεμος, τα σπίτια τους θα κλείσουν.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Καλά τι να κάνω; Αφού το λες θα πάω. Ε, ρε πού έμπλεξα... Κουράστηκα να τα βάζω μ' όλο τον κόσμο. Επάγγελμα είναι αυτό που διάλεξα κι εγώ;

ΜΥΡΡΙΝΗ: ( Του ρίχνει νερό ) Να, και λίγο νεράκι για να δροσιστείς. Να σου περάσει ο πονοκέφαλος.

ΚΛΕΟΝΙΚΗ: Κι αυτό από μένα ( τον καταβρέχει ). Και κάνε γρήγορα.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Σταματήστε βρε τρελογυναίκες. Με τρελάνατε και μένα.

(Οι γυναίκες φεύγουν και ξαναμπαίνουν στην Ακρόπολη και ο Αστυνόμος φεύγει.)

ΧΟΡΟΣ:

Βάλτε όλες μια φωνή,

θέλουμε ειρήνη εμείς.

Θέλουμε την ησυχία

σ' αυτήν εδώ την πολιτεία.

Δε χωράνε λόγια πια,

παρατήστε τη δουλειά.

Ή τον πόλεμο θ' αφήσουν,

στην πατρίδα να γυρίσουν,

ή θ' αργήσουν να μας δούνε

μες στα σπίτια μας να μπούμε.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Εμπρός μη χάνουμε καιρό,

ας μπούμε αράδα - αράδα

Ειρήνη στην πατρίδα μας

να έρθει στην Ελλάδα.

Σ Κ Η Ν Η Γ'

ΚΟΡΥΦΑΙΑ:

Σαν περάσανε οι μέρες, οι γυναίκες κουραστήκαν.

Στην Ακρόπολη κλεισμένες, όλη μέρα βαρεθήκαν.

Έχουν όμως άγρυπνο φρουρό, τη Λυσιστράτη, την αρχηγό.

Ξαγρυπνάει, τρέχει και φωνάζει, δίνει θάρρος δεν τρομάζει.

Οι πρώτες νάτες, ξεκινήσαν.

Νύχτα βγαίνουν για να μην τις βλέπουν

ΧΟΡΟΣ:

Κρυφά-κρυφά την κοπανάνε

για τα σπίτια τους να πάνε.

Όλο ψέματα θα πούνε

μοναχά να μην πιαστούνε.

(Η πόρτα της Ακρόπολης ανοίγει και 2 γυναίκες βγαίνουν κρυφά ακροπατώντας.)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Έϊ πού πάτε εσείς νυχτιάτικα;

ΜΥΡΡΙΝΗ : Να, ξέρεις Λυσιστράτη, θυμήθηκα που έχω αφήσει τα ρούχα βρεγμένα μέσα στη σκάφη και πάω να τ' απλώσω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Και τόσες μέρες τώρα το θυμήθηκες μωρή ψεύτρα;

ΜΥΡΡΙΝΗ : Αν τ' αφήσω κι άλλο, φοβάμαι μη μου μουχλιάσουν. Πάω στα γρήγορα κι έρχομαι αμέσως.

ΑΣΠΑΣΙΑ : Κι εγώ πάω να μαζέψω τα μάλλινα ρούχα μου μη μου τα φάει ο σκώρος. Σε μια ώρα θα γυρίσω.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Πίσω γρήγορα και σας έφαγα, προδότριες. Τώρα που η νίκη είναι δική μας, τώρα βαρεθήκατε και τα παρατάτε; Ντροπή σας. Έτσι πατάτε τον όρκο που δώσατε;

ΜΥΡΡΙΝΗ: Πού είναι ντε αυτή η νίκη; Όλο για νίκη ακούω και νίκη δε βλέπω;Πόσο θα μείνουμε ακόμα κλεισμένες;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Μα δεν πρόλαβα να σας τα πω. Ήρθε γράμμα. Νικήσαμε. Γυρίζουν όλοι οι άντρες πίσω. ΄Οπου να ‘ναι ο πόλεμος τελειώνει.

(Από μακριά φαίνεται ένας στρατιώτης).

Μα τι βλέπω; Να ο πρώτος έφτασε κιόλας.

ΑΝΔΡΟΚΛΗΣ:

Εμένα που με βλέπετε, με λένε Ανδροκλή.

Από τον πόλεμο έρχομαι και την καταστροφή.

Χρόνους δέκα πολεμάω και τη Σπάρτη τη χαλνάω.

Μου 'παν θα πάρω το σπαθί, θα μπω στην πρώτη τη γραμμή

και ήρωας θα γίνω.

Ασπίδες εφορτώθηκα, σπαθιά κι όλα τα όπλα.

Τους Σπαρτιάτες σκότωνα, μ' όσα σκεφτείτε κόλπα.

ΧΟΡΟΣ:

Το εμβατήριο που του 'μαθαν να λέει

ήταν λυπητερό και του 'ρχονταν να κλαίει.

ΚΟΡΥΦΑΙΑ: Μα, τι βλέπω; Γύρισαν όλοι. Να ‘τοι, να ‘τοι έρχονται με τα μούτρα κατεβασμένα.

(Μπαίνει στη σκηνή ο στρατηγός με μια ομάδα στρατιωτών).

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: ‘Ένα - δύο ............ ........... άντρες . . .αλτ. Ανάπαυση.

Ηρωικοί στρατιώτες της Αθήνας. . . Γενναίοι μου λεβέντες. . . Εσείς που δέκα χρόνια τώρα πολεμάτε τη μεγάλη μας εχθρό . . . τη Σπάρτη. Η προδοσία των γυναικών μας ανάγκασε να γυρίσουμε στην πατρίδα.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Α’ : Στρατηγέ μου, με το συμπάθιο, να σε ρωτήσω κάτι;

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Και βέβαια να με ρωτήσεις. Εμείς στην Αθήνα έχουμε δημοκρατία. Οι ερωτήσεις επιτρέπονται. Αρκεί να μην ενοχλούν τους στρατηγούς.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Α’ : Γιατί πολεμάμε τόσα χρόνια τη Σπάρτη; ‘Έλληνες δεν είμαστε κι εμείς κι αυτοί;

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Βεβαίως. Αυτοί όμως είναι κακοί ‘Έλληνες. Μόνο εμείς είμαστε καλοί. Μόνο εμείς έχουμε δίκιο. ‘Όλοι οι άλλοι έχουν άδικο.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Α’ : Δηλαδή τι μας έκαναν οι κακοί Σπαρτιάτες κι αρχίσαμε τον πόλεμο;

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Τι μας έκαναν; Πολλά μας έκαναν. Να σου πω . . .ε … ε … Αμάν με ζάλισες με τις ερωτήσεις σου. Ξέρω κι εγώ τώρα . . . Δηλαδή τι ήθελες να μας κάνουν αφού δεν είναι καλοί ‘Έλληνες;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Β’ : Ναι αλλά εγώ δεν κατάλαβα, γιατί είναι εχθροί μας οι Σπαρτιάτες και έχουμε εμφύλιο πόλεμο;

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Γιατί έτσι. Λογαριασμό θα σας δώσω; Εγώ είμαι ο Στρατηγός κι εγώ αποφασίζω. Βγάλτε το σκασμό και μην τολμήσετε να παρακούσετε τις διαταγές γιατί, μα την Αθηνά, θα σας πάρει και θα σας σηκώσει. Τ’ ακούσατε; Πόλεμο έχουμε κι εχθρούς σκοτώνουμε.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Β’ : Μα οι Σπαρτιάτες μάθαμε στο σχολείο είναι κι αυτοί ‘Έλληνες. Εχθροί μας ξέρουμε ότι ήταν οι Πέρσες κι όχι οι άλλοι ‘Έλληνες.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Σιωπή είπα. . . ‘Όταν οι Στρατηγοί διατάζουν πόλεμο, οι στρατιώτες πηγαίνουν και σκοτώνονται χωρίς να ρωτήσουν το γιατί. Τ’ ακούσατε; . . . . . .. Τι συμβαίνει εκεί πίσω; Τι φασαρία είναι αυτή;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Β’ : Κάποιος γέρος έρχεται. Κάτι κρατάει στα χέρια του. Α. . .έχει ένα μωρό στην αγκαλιά του.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Αλτ τις ει; Ποιος είσαι; Τι θες εσύ εδώ;

ΓΕΡΟΣ: Τι να θέλω στρατηγέ μου; Το γιο μου ψάχνω, τον Κινησία. Πού είναι τος; Έμαθα ότι γύρισε μαζί σας. Δεν αντέχω άλλο. Μ’ έχει πρήξει αυτό το μωρό. Πού είσαι βρε Κινησία;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Εδώ είμαι πατέρα, γύρισα απ’ τον πόλεμο. Μη μου πεις πως αυτός είναι ο γιος μου; Τι κάνεις μωράκι μου; Πώς μεγάλωσες έτσι;

ΓΕΡΟΣ: Αυτός είναι, που να μην ήταν. Πάρ’ τον και καν’ τον ό,τι θες. Μου τον παράτησε η γυναίκα σου κι έχω τρελαθεί τόσες μέρες να κάνω τη νταντά.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: ‘Έλα μωρό μου. . .έλα . . . έλα στην αγκαλιά μου. . . Καλά , καλά. . . σταμάτα να κλαις.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Πού είναι οι προδότριες οι γυναίκες; Πού έχουν πάει;

ΓΕΡΟΣ: Κλείστηκαν μέσα στην Ακρόπολη και δε βγαίνουν με τίποτα. Αν δε σταματήσετε λέει τον πόλεμο δεν πρόκειται να γυρίσουν στα σπίτια τους.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Σταμάτα να κλαις αναθεματισμένο . . .

(Πλησιάζει την Ακρόπολη με το μωρό στην αγκαλιά του.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ : Μυρρίνηηη . . . Μυρρίνηηη. . . Το παιδί σου κλαίει Μυρρίνη, δεν τ' ακούς;

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Μυρρίνη βγες έξω να του μιλήσεις. Μάθε αν έρχονται κι οι άλλοι. Πρόσεχε μόνο μη σε κοροϊδέψει και σε πάρει μαζί του.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Μη σε νοιάζει. Θα δεις . .. . . Ποιος με φωνάζει;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Εγώ, Μυρρινάκι μου, ο Κινησίας, έλα να πάμε σπίτι μας. Τι κόλπα είναι αυτά που κάνετε; Γύρισα απ' τον πόλεμο και δε θα ξαναπάω. Αυτό δε θέλεις; Θα πετάξω τα όπλα και θα μείνω στο σπίτι για πάντα.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Κι οι άλλοι πού είναι; Μόνος σου ήρθες;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Τι σε νοιάζει εσένα για τους άλλους; Πάμε εμείς στο σπίτι μας κι άσε τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Α, όλα κι όλα αυτό δε γίνεται. Πρέπει πρώτα να γυρίσουν όλοι. Να σταματήσει πρώτα ο πόλεμος και μετά θα γυρίσουμε κι εμείς στα σπίτια μας.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: ‘Άλλο πάλι και τούτο. Τι να τον κάνεις μάτια μου όλο το στρατό. Τι μας νοιάζει για τους άλλους; ‘Άλλωστε όπου να ‘ναι θα γυρίσουν όλοι απ’ τον πόλεμο.

ΜΥΡΡΙΝΗ: Δεν καταλαβαίνεις; ‘Έχουμε απεργία. Εμείς θέλουμε να γυρίσουν όλοι και οι πόλεμοι να σταματήσουν για πάντα.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Ωραία. Ας συνεχίσουν τώρα την απεργία μόνο οι άλλες. Εσύ τι λόγο έχεις αφού εγώ γύρισα;

ΜΥΡΡΙΝΗ: Η απεργία πετυχαίνει μόνο αν είμαστε όλες ενωμένες. Δε μπορώ να προδώσω τις άλλες γυναίκες. Το καλό που σου θέλω, πήγαινε και πες και στους άλλους να μαζευτείτε στα σπίτια σας και τότε βλέπουμε. Να πετάξετε τις ασπίδες, τα ακόντια και τα σπαθιά. Αυτά και γεια σου.

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Βρε τι πάθαμε οι φουκαράδες. Σιώπα μωρό μου μην κλαις και συ. Τι να κάνουμε, η μαμά σου κάνει απεργία. Πάμε για νάνι.

(Ο Κινησίας πλησιάζει το Στρατηγό.)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Στρατηγέ μου δε βγαίνουν λένε έξω αν δεν σταματήσουμε τον πόλεμο και δεν πετάξουμε για πάντα τα όπλα.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Πού να πάρει η ευχή . . . Μας έχουν στριμώξει άγρια . . . Τι να κάνουμε τώρα;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: Να πετάξουμε τα όπλα . . . Να σταματήσει ο πόλεμος . . . Να γυρίσουμε στα σπίτια μας. . . Δεν υπάρχουν εχθροί. Όλοι είμαστε Έλληνες.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Ε ρε με τι φοβητσιάρηδες έχω μπλέξει. Παραδοθήκατε ρε σεις σ’ ένα τσούρμο γυναίκες;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ: Έλα στρατηγέ, βαρεθήκαμε να πολεμάμε. Δεν αντέχουμε άλλο. Κάνε κάτι να τελειώσουν τα βάσανά μας.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Τέλος πάντων. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. . . . Ας το πάρει το ποτάμι. . .‘Αϊντε ρε Κινησία τρέχα να το πεις στις γυναίκες

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Γυναίκες πού είστε; Μυρρίνηηη . . . Μυρρίνηηη . . . μ’ ακούς; Θα παραδώσουμε όλοι τα όπλα. Βγες τε έξω. Ο πόλεμος τέλειωσε. Τέρμα οι σκοτωμοί Δε θα ξαναφύγουμε για πόλεμο . . .

ΜΥΡΡΙΝΗ: Μου λες αλήθεια; Να σας πιστέψουμε;

ΚΙΝΗΣΙΑΣ: Ναι, ναι. Το ‘πε κι ο Στρατηγός. Όλα τέλειωσαν. Τέρμα οι σκοτωμοί.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Τι λέτε γυναίκες να τους πιστέψουμε;

ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Ναι, ναι να τους πιστέψουμε. Γύρισαν... τέλειωσε ο πόλεμος... ζήτωωωωωω...

(Βγαίνουν όλοι στη σκηνή)

ΧΟΡΟΣ:

Ο πόλεμος τελείωσε,

τέρμα οι σκοτωμοί.

Τα όπλα μας πετάξαμε

στο ρέμα το βαθύ.

Όποιος έχει το μυαλό του,

κάθεται στο σπιτικό του,

τους πολέμους δεν τους θέλει

τους καυγάδες δε γυρεύει.

 

1